- έσχατος
- -η, -ο (ΑΜ ἔσχατος, -η, -ονΑ και ἔσχατος, -ον)1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.)2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών»)3. τελευταίος, τελευταίου βαθμού («εσχάτη πενία»)4. (για χρόνο) ο τελευταίος κατά τον οποίο συντελείται κάτι, ο ύστατος («η έσχατη ημέρα τής ζωής μου»)5. φρ. α) «μέχρις εσχάτων» — μέχρι τέλουςβ) «επ' εσχάτων» — προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταίαγ) (λογ.) «έσχατοι όροι» — ο μείζων και ο ελάσσων όρος τού συλλογισμού σε αντιδιαστολή προς τον μέσονεοελλ.1. υπέρτατος, ανώτατος, βαρύτατος (α. «η εσχάτη τών ποινών» — η ανώτατη ποινή, η ποινή τού θανάτουβ. «εσχάτη προδοσία» — η πιο βαριά, η μεγαλύτερη προδοσία)2. φρ. α) «εσχάτη επίκληση» — επίκληση (σήμα) βοήθειας από πλοίο που κινδυνεύει, με μεσίστια έπαρση τής σημαίας την ημέρα ή με πυραύλους και βολές πυροβόλου τη νύχταβ) «στα έσχατα» — στα τελευταία, στα πιο επικίνδυνα, στα πιο απονενοημένα («με το παραμικρό φθάνει στα έσχατα»)γ) «βρίσκομαι στα έσχατα» — βρίσκομαι στο τελευταίο όριο τού βίου, στα τελευταίαμσν.1. ταπεινός2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐσχάτηη τελευταία μέρα τού μήνα («τῆ ἐσχάτη Ἰουλίου»)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔσχατονο θάνατος4. φρ. α) «ἀπὸ ριζῶν ἐσχάτων» — από τα θεμέλιαβ) «ἐμπνέω τὰ ἔσχατα» — είμαι ετοιμοθάνατοςμσν.-αρχ.τελευταῑος («ἤλαυνεν ἔσχατος», Σοφ.)αρχ.1. (για άψυχα ή καταστάσεις) ο ανώτερος ή κατώτερος στον βαθμό («ἐσχάτη πυρά» — η κορυφή τής πυράς)2. (για βαθμό) ανώτατος, ύψιστος3. (για δεινοπαθήματα) ο χειρότερος («ἔσχατος πόνος»)4. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἔσχατονα) για τελευταία φοράβ) τελικά5. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) τo ἔσχατον ή τὰ ἔσχαταα) το πιο απομακρυσμένο μέρος ενός τόπου («τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾱς», Ξεν.)β) ο ανώτατος βαθμός6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔσχατα(στην Αριστοτελική λογ.) α) τα τελευταία τών κατώτερων υποδιαιρέσεων, τα είδηβ) τα άτομα7. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἔσχατοια) οι νεοφώτιστοι μεγάλης ηλικίαςβ) οι εθνικοίγ) οι άνθρωποι σε αντιδιαστολή με τους αγγέλους8. φρ. α) «ἔσχατοι ἀνδρῶν» — οι Αιθίοπεςβ) «τάξιν ἐσχάτην» — το πιο απομακρυσμένο μέρος τού στρατούγ) «ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα» — από το ένα άκρο στο άλλοδ) παροιμ. «οὐδεὶς οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος» — λέγεται για ευτελείς ανθρώπους ή κακοποιούςε) «ἐς τὸ ἔσχατον» — μέχρι τέλους, τελευταίαστ) «ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας» — υπεράνω τής τελευταίας ρίζας τού γένουςζ) (λογ.) «ὁ ἔσχατος ὅρος» — ο τελευταίος όρος.επίρρ...εσχάτως (ΑΜ ἐσχάτως)προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταίαμσν.-αρχ.1. ώς το ανώτατο σημείο, υπερβολικά2. σε μεγάλη, σε έσχατη ανάγκη («ἐσχάτως διακεῑσθαι» — φθάνω σε απόγνωση, Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο επίθ. τής προθέσεως ἐξ με προσθήκη καταλήξεως -κατος η οποία περιλαμβάνει ένα υπερωικό στοιχείο (πρβλ. επίθημα -κα στο αρχ. ελλ. προ-κα* «ευθύς» και το λατ. reci-pro-cus «παλίνδρομος, αντίστροφος») κι ένα οδοντικό (πρβλ. τις καταλήξεις τών μεσ(σ)-ατος, τρίτ-ατος). Ο σχηματισμός τού επιθ. προήλθε αναλογικά προς το έγκατος (από την πρόθεση εν). Έχουμε έτσι αρχικό τ. *έχσ-κατος (< IE *eghs «ἐξ») > *έσχ-κατος > έσχατος.ΠΑΡ. εσχατιά, εσχάτωςαρχ.εσχατεύω, εσχατίζω, εσχάτως, εσχατώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) εσχατόγηρος (-ως)αρχ.εσχατοκόλλιον, εσχατόμοιρος. (Β' συνθετικό) αρχ. δευτερέσχατος, πανέσχατος, παρέσχατος].
Dictionary of Greek. 2013.